- γιορτινός
- η , ό праздничный; торжественный;
γιορτινή μέοα — праздничный день;
γιορτινή όψη — праздничный вид;
γιορτινή διάθεση — праздничное настроение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιορτινή μέοα — праздничный день;
γιορτινή όψη — праздничный вид;
γιορτινή διάθεση — праздничное настроение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιορτινός — ή, ό αυτός που ταιριάζει σε γιορτή … Dictionary of Greek
γιορτινός — ή, ό 1. γιορτιάτικος: Φόρεσε τα γιορτινά της. 2. γιορταστικός: Γιορτινή ατμόσφαιρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
γιορτερός — ή, ό ο γιορτινός … Dictionary of Greek
εφεόρτιος — ἐφεόρτιος, ον (Α) γιορταστικός, γιορτινός, χαρμόσυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑόρτιος (< ἑορτή), πρβλ. μεθ εόρτιος] … Dictionary of Greek
κυριακάτικος — η, ο [Κυριακή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κυριακή 2. εορτάσιμος, γιορτινός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κυριακάτικα τα καλά, τα γιορτινά ρούχα. επίρρ... κυριακάτικα 1. κατά την ημέρα τής Κυριακής («κυριακάτικα κάθησα και δούλεψα») 2.… … Dictionary of Greek
πανηγυριώτικος — η, ο [πανηγυριώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανηγυριώτη ή σε θρησκευτικό πανηγυρισμό 2. αυτός που έχει χαρακτήρα πανηγυριού, χαρμόσυνος, γιορτινός. επίρρ... πανηγυριώτικα με πανηγυριώτικο τρόπο … Dictionary of Greek
εορτάσιμος — η, ο 1. που αξίζει να γιορταστεί, που πρέπει να πανηγυριστεί με γιορτές: Εορτάσιμη επέτειος. 2. ο κατάλληλος για εορτασμό, γιορτιάτικος, γιορτινός: Το ντύσιμό του είναι εορτάσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)